- σκυλόδοντο
- το1. δόντι σκύλου.2. είδος δοντιού του ανθρώπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυλόδοντο — το, Ν 1. δόντι σκύλου 2. ανατ. κυνόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δόντι] … Dictionary of Greek